- τσορβάς
- τσορβάς, ο και τζορβάς, οπληθ. -άδες (λ. τουρκ.)1. σούπα.2. μτφ., ανακάτεμα ανόμοιων πραγμάτων, ανακατωσούρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τσορβάς — και τζορβάς, ο, Ν 1. σούπα 2. μτφ. σύμφυρμα, συμπίλημα, συνονθύλευμα 3. φρ. «ο σεβντάς δεν είναι τσορβάς» δηλώνει ότι ο έρωτας έχει δυσκολίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. corba] … Dictionary of Greek
ciorbă — CIÓRBĂ, ciorbe, s.f. Fel de mâncare care constă dintr o zeamă (acrită) preparată cu legume, adesea şi cu carne. ♢ expr. A se amesteca în ciorba cuiva (sau a altuia) = a se amesteca (nedorit) în afacerile, în treburile altuia. A pune (sau a băga… … Dicționar Român